- θαλασσώ
- (ο) μετ.1) затоплять; 2) погружать в море; 3) мор. открывать кингстоны (в случае пожара на судне); 4) см. θαλασσώνω 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσώ — θαλασςῶ, όω (Α) [θάλασσα] βλ. θαλασσώνω … Dictionary of Greek
θαλασσῶ — θαλασσόω make pres subj act 1st sg θαλασσόω make pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσώνω — (Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, όω) [θάλασσα] 1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.) 2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα νεοελλ. 1. πέφτω στη θάλασσα 2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω… … Dictionary of Greek